↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιάνικος η χιλιάνικη το χιλιάνικο
      γενική του χιλιάνικου της χιλιάνικης του χιλιάνικου
    αιτιατική τον χιλιάνικο τη χιλιάνικη το χιλιάνικο
     κλητική χιλιάνικε χιλιάνικη χιλιάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιάνικοι οι χιλιάνικες τα χιλιάνικα
      γενική των χιλιάνικων των χιλιάνικων των χιλιάνικων
    αιτιατική τους χιλιάνικους τις χιλιάνικες τα χιλιάνικα
     κλητική χιλιάνικοι χιλιάνικες χιλιάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιάνικος < Χιλιάν(ος) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈʎa.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐λιά‐νι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

χιλιάνικος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη Χιλή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Χιλή
  • χιλιάνικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)