↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαριστικός η χαριστική το χαριστικό
      γενική του χαριστικού της χαριστικής του χαριστικού
    αιτιατική τον χαριστικό τη χαριστική το χαριστικό
     κλητική χαριστικέ χαριστική χαριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαριστικοί οι χαριστικές τα χαριστικά
      γενική των χαριστικών των χαριστικών των χαριστικών
    αιτιατική τους χαριστικούς τις χαριστικές τα χαριστικά
     κλητική χαριστικοί χαριστικές χαριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαριστικός < (ελληνιστική κοινήχαριστικός (ευεργετικός) < χαρίζομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

χαριστικός

  1. που σου δίνεται χωρίς να το αξίζεις, που σου χαρίζεται
    Αυτή η αθώωση ήταν χαριστική. Έπεσε στα μαλακά ενώ έκλεψε πολλά λεφτά (για ήπια ποινή)
    Εδωσαν και δίνουν πολλά χαριστικά δάνεια σε επιχειρηματίες, ενώ στους φουκαράδες κάνουν κι έφοδο στο σπίτι για να τα πάρουν πίσω
  2. που σου δίνει το τελειωτικό χτύπημα ( από τη φράση χαριστική βολή)
    Τραβούσαν ένα – ένα από το πόδι ή το χέρι και, αν ανάσαινε, του ‘διναν τη χαριστική. Ο Πανταζής που ήταν δίπλα μου με ρώτησε τι είναι αυτή. Του εξήγησα, ότι πρόκειται για χαριστική βολή. Τότε απελπίσθηκε. (Δ. Καλδίρης, "Το δράμα των Καλαβρύτων")
    Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο.(Γ.Ιωάννου, "13-12-43")

Εκφράσεις

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία