Δείτε επίσης: ἐκτελούμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτελούμενος η εκτελούμενη το εκτελούμενο
      γενική του εκτελούμενου της εκτελούμενης του εκτελούμενου
    αιτιατική τον εκτελούμενο την εκτελούμενη το εκτελούμενο
     κλητική εκτελούμενε εκτελούμενη εκτελούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτελούμενοι οι εκτελούμενες τα εκτελούμενα
      γενική των εκτελούμενων των εκτελούμενων των εκτελούμενων
    αιτιατική τους εκτελούμενους τις εκτελούμενες τα εκτελούμενα
     κλητική εκτελούμενοι εκτελούμενες εκτελούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

εκτελούμενος, -η, -ο