Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλέπια πεύκη οι χαλέπιες πεύκες
      γενική της χαλέπιας πεύκης των χαλέπιων πευκών
    αιτιατική τη χαλέπια πεύκη τις χαλέπιες πεύκες
     κλητική χαλέπια πεύκη χαλέπιες πεύκες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλέπια πεύκη < (καθαρεύουσα) χαλέπιος πεύκη (χαλέπιος & αρχαία ελληνική πεύκη < ταξινομικός όρος Πεύκη η χαλέπιος < νεολατινική Pinus halepensis < λατινική pinus & νεολατινική halepensis. Κυριολεκτικά: το πεύκο του Χαλεπιού.
 
Χαλέπια πεύκη στη Σιθωνία της Χαλκιδικής.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈle.pi.a ˈpe.fci/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

χαλέπια πεύκη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία