χαλέπια πεύκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλέπια πεύκη | οι | χαλέπιες πεύκες |
γενική | της | χαλέπιας πεύκης | των | χαλέπιων πευκών |
αιτιατική | τη | χαλέπια πεύκη | τις | χαλέπιες πεύκες |
κλητική | χαλέπια πεύκη | χαλέπιες πεύκες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαλέπια πεύκη < (καθαρεύουσα) χαλέπιος πεύκη (χαλέπιος & αρχαία ελληνική πεύκη < ταξινομικός όρος Πεύκη η χαλέπιος < νεολατινική Pinus halepensis < λατινική pinus & νεολατινική halepensis. Κυριολεκτικά: το πεύκο του Χαλεπιού.
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαχαλέπια πεύκη θηλυκό
- (δέντρο) πεύκο, που ευδοκιμεί στη λεκάνη της Μεσογείου
- ταξινομικός όρος: Πεύκη η χαλέπιος, Pinus halepensis Mill., Gard. Dict. ed. 8: n.º 8 (1768)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινή ονομασία για την Pinus halepensis
|