καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαλέπιος πεύκη αἱ χαλέπιοι πεῦκαι
      γενική τῆς χαλεπίου πεύκης τῶν χαλεπίων πευκῶν
      δοτική τῇ χαλεπί πεύκ ταῖς χαλεπίοις πεύκαις
    αιτιατική τὴν χαλέπιον πεύκην τὰς χαλεπίους πεύκας
     κλητική ! χαλέπιε πεύκη χαλέπιοι πεῦκαι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλέπιος πεύκη (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη χαλέπια πεύκη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaˈle.pi.os ˈpef.ci/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

χαλέπιος πεύκη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία