Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πεύκη η χαλέπιος: δείτε την αρχαία ελληνική πεύκη & 'καθαρεύουσα' χαλέπιος, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Pinus halepensis. Κυριολεκτικά: το πεύκο του Χαλεπιού.
 
Πεύκη η χαλέπιος στη Σιθωνία της Χαλκιδικής.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpefci i xaˈlepios/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πεύκη η χαλέπιος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία