φωτοτροπισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φωτοτροπισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική phototropisme < φωτο- + τροπισμός [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.to.tɾo.piˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐τρο‐πι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φωτοτροπισμός αρσενικό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φωτοτροπισμός
Επεξεργασία
- ↑ φωτοτροπισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Νέο Λεξικό της Γλώσσας μας - Μονοτονικό, σελ. 619, εκδόσεις Αιγαίο