πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτοτροπισμός οι φωτοτροπισμοί
      γενική του φωτοτροπισμού των φωτοτροπισμών
    αιτιατική τον φωτοτροπισμό τους φωτοτροπισμούς
     κλητική φωτοτροπισμέ φωτοτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.to.tɾo.piˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτοτροπισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτοτροπισμός αρσενικό

  • (βοτανική) η ικανότητα των φυτών να στρέφονται προς κάποια φωτεινή πηγή [2]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. φωτοτροπισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Νέο Λεξικό της Γλώσσας μας - Μονοτονικό, σελ. 619, εκδόσεις Αιγαίο