Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρουτώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρουτώδ
ης
η
φρουτώδ
ης
το
φρουτώδ
ες
γενική
του
φρουτώδ
ους
της
φρουτώδ
ους
του
φρουτώδ
ους
αιτιατική
τον
φρουτώδ
η
τη
φρουτώδ
η
το
φρουτώδ
ες
κλητική
φρουτώδ
η
(
ς
)
φρουτώδ
ης
φρουτώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρουτώδ
εις
οι
φρουτώδ
εις
τα
φρουτώδ
η
γενική
των
φρουτωδ
ών
των
φρουτωδ
ών
των
φρουτωδ
ών
αιτιατική
τους
φρουτώδ
εις
τις
φρουτώδ
εις
τα
φρουτώδ
η
κλητική
φρουτώδ
εις
φρουτώδ
εις
φρουτώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρουτώδης
<
φρούτο
+
-ώδης
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
fruity
)
Επίθετο
επεξεργασία
φρουτώδης, -ης, -ες
που στη
γεύση
,
υφή
ή
σύσταση
μοιάζει
με
φρούτο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φρούτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
φρουτένιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρουτώδης
αγγλικά
:
fruity
(en)