↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρουτώδης η φρουτώδης το φρουτώδες
      γενική του φρουτώδους της φρουτώδους του φρουτώδους
    αιτιατική τον φρουτώδη τη φρουτώδη το φρουτώδες
     κλητική φρουτώδη(ς) φρουτώδης φρουτώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρουτώδεις οι φρουτώδεις τα φρουτώδη
      γενική των φρουτωδών των φρουτωδών των φρουτωδών
    αιτιατική τους φρουτώδεις τις φρουτώδεις τα φρουτώδη
     κλητική φρουτώδεις φρουτώδεις φρουτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρουτώδης < φρούτο + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fruity)

  Επίθετο

επεξεργασία

φρουτώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία