φρουτένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φρουτένιος | η | φρουτένια | το | φρουτένιο |
γενική | του | φρουτένιου | της | φρουτένιας | του | φρουτένιου |
αιτιατική | τον | φρουτένιο | τη | φρουτένια | το | φρουτένιο |
κλητική | φρουτένιε | φρουτένια | φρουτένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φρουτένιοι | οι | φρουτένιες | τα | φρουτένια |
γενική | των | φρουτένιων | των | φρουτένιων | των | φρουτένιων |
αιτιατική | τους | φρουτένιους | τις | φρουτένιες | τα | φρουτένια |
κλητική | φρουτένιοι | φρουτένιες | φρουτένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφρουτένιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φρούτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρουτένιος
|