↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπροστασία οι υπερπροστασίες
      γενική της υπερπροστασίας των υπερπροστασιών
    αιτιατική την υπερπροστασία τις υπερπροστασίες
     κλητική υπερπροστασία υπερπροστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερπροστασία < υπερ- + προστασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overprotection

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερπροστασία θηλυκό χωρίς πληθυντικό

με την υπερπροστασία τους έγινε μαλθακός
το αντιηλιακό έχει δείκτη υπερπροστασίας από τον ήλιο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία