υπερπροστατευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- από το επίθετο υπερπροστατευτικός
Επίρρημα
επεξεργασία
υπερπροστατευτικά
- με τρόπο υπερπροστατευτικό, με υπερβολική προστασία, με υπερπροστασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερπροστατευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
υπερπροστατευτικά