Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερήμερος η υπερήμερη το υπερήμερο
      γενική του υπερήμερου της υπερήμερης του υπερήμερου
    αιτιατική τον υπερήμερο την υπερήμερη το υπερήμερο
     κλητική υπερήμερε υπερήμερη υπερήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερήμεροι οι υπερήμερες τα υπερήμερα
      γενική των υπερήμερων των υπερήμερων των υπερήμερων
    αιτιατική τους υπερήμερους τις υπερήμερες τα υπερήμερα
     κλητική υπερήμεροι υπερήμερες υπερήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερήμερος < υπέρ + -ήμερος (< ημέρα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peˈɾi.me.ɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.peˈɾi.me.ɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.peˈɾi.me.ɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

υπερήμερος, -η, -ο

  1. που δεν εκπληρώνει ή δεν αποδέχεται μια υποχρέωση εγκαίρως ή μέσα στα χρονικά περιθώρια που έχουν συμφωνηθεί
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει υπερβεί τα χρονικά περιθώρια για την εκπλήρωση ή την αποδοχή μιας υποχρεώσης

Εκφράσεις επεξεργασία

  • υπερήμερος δανειστής : που απορρίπτει, χωρίς δικαιολογίες, εμπρόθεσμη προσφορά εκπλήρωσης μιας οφειλής
  • υπερήμερος οφειλέτης : που δεν εκπληρώνει εγκαίρως μια οφειλή του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία