υπερημερία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερημερία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερημερία θηλυκό
- το να περνάει κάποια προθεσμία χωρίς να έχουν εκπληρωθεί υποχρεώσεις
- τόκοι υπερημερίας: οι πρόσθετοι τόκοι που πληρώνει κάποιος, όταν δεν εξοφλήσει το χρέος του στην προβλεπόμενη ημερομηνία
- υπερημερία εργοδότη
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερημερία
|