εμπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπρόθεσμος < ελληνιστική κοινή ἐμπρόθεσμος < αρχαία ελληνική ἐν + προθέσμιος < πρό + θεσμός < τίθημι
Επίθετο επεξεργασία
εμπρόθεσμος, -η, -ο
- που συμβαίνει πριν λήξει μια ορισμένη προθεσμία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- εμπρόθεσμα
- εμπροθέσμως
- → δείτε τις λέξεις εν, προ, θεσμός και θέτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπρόθεσμος
|