Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπρόθεσμα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

εμπρόθεσμα (και εμπροθέσμως)

  1. πριν λήξει η προθεσμία ή μέσα στην προθεσμία
    αν δεν πληρωθεί ο λογαριασμός εμπρόθεσμα τότε ο πελάτης επιβαρύνεται με τους νόμιμους τόκους

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία