εκπρόθεσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπρόθεσμος < (ελληνιστική κοινή) ἐκπρόθεσμος
Επίθετο επεξεργασία
εκπρόθεσμος, -η, -ο
- αυτός που δεν έγινε εντός μιας προκαθορισμένης διορίας
- εκπρόθεσμες οφειλές απέναντι σε έναν πιστωτή