τσιρλιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιρλιό | τα | τσιρλιά |
γενική | του | τσιρλιού | των | τσιρλιών |
αιτιατική | το | τσιρλιό | τα | τσιρλιά |
κλητική | τσιρλιό | τσιρλιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιρλιό < τσιρλ(ώ) (τσιρλίζω) + -ιό[1] (αναδρομικός σχηματισμός) < μεσαιωνικός τύπος *τσιλῶ με τσιτακισμό και ανάπτυξη του [r] (πιθανόν πρώτα στο τσιρλιό, αλλά προβληματική[2]) < ελληνιστική κοινή τιλάω / τιλῶ < τῖλος < αρχαία ελληνική τίλλω[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siɾˈʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσιρ‐λιό
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιρλιό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (προφορικό, λαϊκότροπο) η διάρροια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσιρλιό
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τσιρλιό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τσίρλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Με σημείωση ερωτηματικού για την ανάπτυξη του ρο. - ↑ τσιρλίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.