τσιρλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιρλί < τσιρλώ + -ί (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή τιλάω / τιλῶ < τῖλος < αρχαία ελληνική τίλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιρλί ουδέτερο
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσίρλα: η διάρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιρλί
|