↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίρλα οι τσίρλες
      γενική της τσίρλας
    αιτιατική την τσίρλα τις τσίρλες
     κλητική τσίρλα τσίρλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίρλα < τσιρλ(ώ) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός) → δείτε περισσότερα στο τσιρλιό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡siɾ.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσίρ‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίρλα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία