τσιρλητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιρλητό | τα | τσιρλητά |
γενική | του | τσιρλητού | των | τσιρλητών |
αιτιατική | το | τσιρλητό | τα | τσιρλητά |
κλητική | τσιρλητό | τσιρλητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιρλητό < τσιρλώ + -ητό < ελληνιστική κοινή τιλάω / τιλῶ < τῖλος < αρχαία ελληνική τίλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιρλητό ουδέτερο
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του τσίρλα: η διάρροια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιρλητό
|