τσιρλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσιρλιάρης | η | τσιρλιάρα | το | τσιρλιάρικο |
γενική | του | τσιρλιάρη | της | τσιρλιάρας | του | τσιρλιάρικου |
αιτιατική | τον | τσιρλιάρη | την | τσιρλιάρα | το | τσιρλιάρικο |
κλητική | τσιρλιάρη | τσιρλιάρα | τσιρλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσιρλιάρηδες | οι | τσιρλιάρες | τα | τσιρλιάρικα |
γενική | των | τσιρλιάρηδων | — | των | τσιρλιάρικων | |
αιτιατική | τους | τσιρλιάρηδες | τις | τσιρλιάρες | τα | τσιρλιάρικα |
κλητική | τσιρλιάρηδες | τσιρλιάρες | τσιρλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιρλιάρης < τσίρλα < τσιρλώ < ελληνιστική κοινή τιλάω / τιλῶ < τῖλος < αρχαία ελληνική τίλλω
Επίθετο
επεξεργασίατσιρλιάρης, -α, -ικο
- που παθαίνει συχνά διάρροια, ευκοίλια, κόψιμο, τσιρλιακό ή τσιρλητό
- Πολύ τσιρλιάρικο παιδί είσαι. Όλο στην τουαλέτα πας.
- (μεταφορικά) ο φοβητσιάρης, ο υπερβολικά δειλός
- Είναι πολύ τσιρλιάρης. Κρότο να ακούσει, πάει και κρύβεται.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσιρλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιρλιάρης
|