↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιρλιάρης η τσιρλιάρα το τσιρλιάρικο
      γενική του τσιρλιάρη της τσιρλιάρας του τσιρλιάρικου
    αιτιατική τον τσιρλιάρη την τσιρλιάρα το τσιρλιάρικο
     κλητική τσιρλιάρη τσιρλιάρα τσιρλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιρλιάρηδες οι τσιρλιάρες τα τσιρλιάρικα
      γενική των τσιρλιάρηδων των τσιρλιάρικων
    αιτιατική τους τσιρλιάρηδες τις τσιρλιάρες τα τσιρλιάρικα
     κλητική τσιρλιάρηδες τσιρλιάρες τσιρλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιρλιάρης < τσίρλα < τσιρλώ < ελληνιστική κοινή τιλάω / τιλῶ < τῖλος < αρχαία ελληνική τίλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

τσιρλιάρης, -α, -ικο

  1. που παθαίνει συχνά διάρροια, ευκοίλια, κόψιμο, τσιρλιακό ή τσιρλητό
    Πολύ τσιρλιάρικο παιδί είσαι. Όλο στην τουαλέτα πας.
  2. (μεταφορικά) ο φοβητσιάρης, ο υπερβολικά δειλός
    Είναι πολύ τσιρλιάρης. Κρότο να ακούσει, πάει και κρύβεται.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία