↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχοτιλλομανία οι τριχοτιλλομανίες
      γενική της τριχοτιλλομανίας των τριχοτιλλομανιών
    αιτιατική την τριχοτιλλομανία τις τριχοτιλλομανίες
     κλητική τριχοτιλλομανία τριχοτιλλομανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριχοτιλλομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική trichotillomanie (1885) < αρχαία ελληνική θρίξ (μεσαιωνικά ελληνικά) τρίχ(α) + -ο- + τίλλ(ω) + -ο- + -μανία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριχοτιλλομανία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία