ονυχοτιλλομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ονυχοτιλλομανία < ονυχο- + αρχαία ελληνική τίλλ(ω) (μαδάω) + -ο- + -μανία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ονυχοτιλλομανία θηλυκό
- ψυχιατρική διαταραχή κατά την οποία εκδηλώνεται καταναγκασμός σχετικός με την απόσπαση των νυχιών ή μέρος τους από την κοίτη τους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ονυχοτιλλομανία
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)