↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισχιλιετής η τρισχιλιετής το τρισχιλιετές
      γενική του τρισχιλιετούς* της τρισχιλιετούς του τρισχιλιετούς
    αιτιατική τον τρισχιλιετή την τρισχιλιετή το τρισχιλιετές
     κλητική τρισχιλιετή(ς) τρισχιλιετής τρισχιλιετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισχιλιετείς οι τρισχιλιετείς τα τρισχιλιετή
      γενική των τρισχιλιετών των τρισχιλιετών των τρισχιλιετών
    αιτιατική τους τρισχιλιετείς τις τρισχιλιετείς τα τρισχιλιετή
     κλητική τρισχιλιετείς τρισχιλιετείς τρισχιλιετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρισχιλιετής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρισχιλιετής. Συγχρονικά αναλύεται σε τρισ- + χιλιετής.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.sçi.li.eˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐σχι‐λι‐ε‐τής

  Επίθετο

επεξεργασία

τρισχιλιετής, -ής, -ές

  • που διαρκεί τρεις χιλιάδες χρόνια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τρισχιλιετής τὸ τρισχιλιετές
      γενική τοῦ/τῆς τρισχιλιετοῦς τοῦ τρισχιλιετοῦς
      δοτική τῷ/τῇ τρισχιλιετεῖ τῷ τρισχιλιετεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τρισχιλιετ τὸ τρισχιλιετές
     κλητική ! τρισχιλιετές τρισχιλιετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τρισχιλιετεῖς τὰ τρισχιλιετ
      γενική τῶν τρισχιλιετῶν τῶν τρισχιλιετῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τρισχιλιετέσ(ν) τοῖς τρισχιλιετέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τρισχιλιετεῖς τὰ τρισχιλιετ
     κλητική ! τρισχιλιετεῖς τρισχιλιετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τρισχιλιετεῖ τὼ τρισχιλιετεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τρισχιλιετοῖν τοῖν τρισχιλιετοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρισχιλιετής < τρισ- + χιλιετής

  Επίθετο

επεξεργασία

τρισχιλιετής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)