τρισχιλιετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρισχιλιετής | η | τρισχιλιετής | το | τρισχιλιετές |
γενική | του | τρισχιλιετούς* | της | τρισχιλιετούς | του | τρισχιλιετούς |
αιτιατική | τον | τρισχιλιετή | την | τρισχιλιετή | το | τρισχιλιετές |
κλητική | τρισχιλιετή(ς) | τρισχιλιετής | τρισχιλιετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρισχιλιετείς | οι | τρισχιλιετείς | τα | τρισχιλιετή |
γενική | των | τρισχιλιετών | των | τρισχιλιετών | των | τρισχιλιετών |
αιτιατική | τους | τρισχιλιετείς | τις | τρισχιλιετείς | τα | τρισχιλιετή |
κλητική | τρισχιλιετείς | τρισχιλιετείς | τρισχιλιετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρισχιλιετής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρισχιλιετής. Συγχρονικά αναλύεται σε τρισ- + χιλιετής.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾi.sçi.li.eˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐σχι‐λι‐ε‐τής
Επίθετο
επεξεργασίατρισχιλιετής, -ής, -ές
- που διαρκεί τρεις χιλιάδες χρόνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρισχιλιετής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τρισχιλιετής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατρισχιλιετής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- τρισχιλιετής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.