τρίγαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τρίγαμος | η | τρίγαμη | το | τρίγαμο |
γενική | του | τρίγαμου | της | τρίγαμης | του | τρίγαμου |
αιτιατική | τον | τρίγαμο | την | τρίγαμη | το | τρίγαμο |
κλητική | τρίγαμε | τρίγαμη | τρίγαμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τρίγαμοι | οι | τρίγαμες | τα | τρίγαμα |
γενική | των | τρίγαμων | των | τρίγαμων | των | τρίγαμων |
αιτιατική | τους | τρίγαμους | τις | τρίγαμες | τα | τρίγαμα |
κλητική | τρίγαμοι | τρίγαμες | τρίγαμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίγαμος < αρχαία ελληνική τρίγαμος < τρι- + γάμος
Επίθετο
επεξεργασίατρίγαμος, -η, -ο
- (κοινωνιολογία, θρησκεία, νομικός όρος) που έχει παντρευτεί την τρίτη σύζυγο, αφού έχουν διαλυθεί οι δύο προγούμενοι γάμοι του
- (κοινωνιολογία, θρησκεία, νομικός όρος) που είναι παντρεμένος με τρεις συζύγους ταυτόχρονα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρίγαμος
Πηγές
επεξεργασία- τρίγαμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τρίγαμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- τρίγαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.