τριγαμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριγαμία < ελληνιστική κοινή τριγαμία < αρχαία ελληνική τρίγαμος < τρι- +γάμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριγαμία θηλυκό
- (κοινωνιολογία, θρησκεία, νομικός όρος) το να είναι κάποιος τρίγαμος, η ιδιότητα του τρίγαμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριγαμία
|
Πηγές
επεξεργασία- τριγαμία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- τριγαμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.