Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηγανοκέφαλος η τηγανοκέφαλη το τηγανοκέφαλο
      γενική του τηγανοκέφαλου της τηγανοκέφαλης του τηγανοκέφαλου
    αιτιατική τον τηγανοκέφαλο την τηγανοκέφαλη το τηγανοκέφαλο
     κλητική τηγανοκέφαλε τηγανοκέφαλη τηγανοκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηγανοκέφαλοι οι τηγανοκέφαλες τα τηγανοκέφαλα
      γενική των τηγανοκέφαλων των τηγανοκέφαλων των τηγανοκέφαλων
    αιτιατική τους τηγανοκέφαλους τις τηγανοκέφαλες τα τηγανοκέφαλα
     κλητική τηγανοκέφαλοι τηγανοκέφαλες τηγανοκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηγανοκέφαλος < τηγά(νι) + -ο- + κεφά(λι) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

τηγανοκέφαλος, -η, -ο

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία