Δείτε επίσης: τακτικώτερος
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τακτικότερος η τακτικότερη το τακτικότερο
      γενική του τακτικότερου της τακτικότερης του τακτικότερου
    αιτιατική τον τακτικότερο την τακτικότερη το τακτικότερο
     κλητική τακτικότερε τακτικότερη τακτικότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τακτικότεροι οι τακτικότερες τα τακτικότερα
      γενική των τακτικότερων των τακτικότερων των τακτικότερων
    αιτιατική τους τακτικότερους τις τακτικότερες τα τακτικότερα
     κλητική τακτικότεροι τακτικότερες τακτικότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τακτικότερος < συγκριτικός βαθμός του τακτικ(ός) + -ότερος. Δείτε και το αρχαίο τακτικώτερος

  Επίθετο

επεξεργασία

τακτικότερος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από περισσότερη ευταξία, τάξη, στην τακτοποίηση αντικειμένων ή λογαριασμών
    Η Μαρία είναι ακατάστατη, ο Κώστας κάπως τακτικός και ο Γιωργάκης μου δεν είναι τέλειος, αλλά σίγουρα τακτικότερος από τους άλλους δύο
    Είναι τακτικοτερος στις πληρωμές του
  2. που συχνάζει κάπου σε πιο πυκνά διαστήματα από κάποιον άλλο
    Είναι τακτικότερος πελάτης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία