Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τακτικότερα < συγκριτικός βαθμός του τακτικά

  Επίρρημα επεξεργασία

τακτικότερα

  1. συχνότερα, πιο συχνά, πιο τακτικά, σε πυκνότερα χρονικά διαστήματα
    • Παιδί μου το ξέρω ότι έχεις πολλές δουλειές, αλλά λαχταράω να σε βλέπω τακτικότερα
  2. πιο πιστά στα τακτά χρονικά διαστήματα που έχουν επισήμως οριστεί, με πιο εντάξει τρόπο, που τηρεί χρονοδιάγραμμα και συμφωνημένες διορίες
    • Κι εγώ θα ήθελα να πλήρωνα τακτικότερα το ενοίκιο, αλλά κι εσείς δεν κόβετε κάτι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τακτικότερα