τακτικότερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τακτικότερα < συγκριτικός βαθμός του τακτικά
Επίρρημα επεξεργασία
τακτικότερα
- συχνότερα, πιο συχνά, πιο τακτικά, σε πυκνότερα χρονικά διαστήματα
- Παιδί μου το ξέρω ότι έχεις πολλές δουλειές, αλλά λαχταράω να σε βλέπω τακτικότερα
- πιο πιστά στα τακτά χρονικά διαστήματα που έχουν επισήμως οριστεί, με πιο εντάξει τρόπο, που τηρεί χρονοδιάγραμμα και συμφωνημένες διορίες
- Κι εγώ θα ήθελα να πλήρωνα τακτικότερα το ενοίκιο, αλλά κι εσείς δεν κόβετε κάτι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τακτικότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τακτικότερο