Ετυμολογία

επεξεργασία
συχνότερα < συχνότερ(ος) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

συχνότερα

  • συγκριτικός βαθμός του συχνά για κάτι που γίνεται όλο και πιο συχνά ή πάντως πιο συχνά από κάτι άλλο
    ⮡  Ξεχνάω όλο και συχνότερα. Είναι της ηλικίας...
    ⮡  Πάς συχνότερα στη μητέρα σου παρά στη δική μου. Τι σου έκανε η πεθερά σου δηλαδή;
     αντώνυμα: σπανιότερα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συχνότερα