Δείτε επίσης: εὐταξία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευταξία οι ευταξίες
      γενική της ευταξίας των ευταξιών
    αιτιατική την ευταξία τις ευταξίες
     κλητική ευταξία ευταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευταξία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐταξία < εὖ + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + τάξ(η) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ftaˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐τα‐ξί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευταξία θηλυκό

  1. (λόγιο) τήρηση της τάξης
  2. (λόγιο) φρονιμάδα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία