ταζέδικος
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈze.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ζέ‐δι‐κος
Επίθετο
επεξεργασία
ταζέδικος, -η, -ο (δημοτική) [1]
- (παρωχημένο) νέος, πρόσφατος
- (παρωχημένο) νωπός, φρέσκος
- ⮡ ταζέδικο ψωμί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .