Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Υπάρχει Ταζές (επώνυμο). Έλεγχος, αν η λέξη είναι παράγωγη από λέξη ταζές. ‑‑Sarri.greek  | 15:39, 2 Ιανουαρίου 2023 (UTC).


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταζέδικος η ταζέδικη το ταζέδικο
      γενική του ταζέδικου της ταζέδικης του ταζέδικου
    αιτιατική τον ταζέδικο την ταζέδικη το ταζέδικο
     κλητική ταζέδικε ταζέδικη ταζέδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταζέδικοι οι ταζέδικες τα ταζέδικα
      γενική των ταζέδικων των ταζέδικων των ταζέδικων
    αιτιατική τους ταζέδικους τις ταζέδικες τα ταζέδικα
     κλητική ταζέδικοι ταζέδικες ταζέδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταζέδικος < ταζές, ταζεδ- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + -ικος οθωμανική τουρκική تازه‎ (tâze) (τουρκική taze < περσική تازه (tâze, νέος, φρέσκος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈze.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ζέ‐δι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

ταζέδικος, -η, -ο (δημοτική) [1]

  1. (παρωχημένο) νέος, πρόσφατος
  2. (παρωχημένο) νωπός, φρέσκος
    ⮡  ταζέδικο ψωμί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .