τέχνεργο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέχνεργο | τα | τέχνεργα |
γενική | του | τέχνεργου & τεχνέργου |
των | τέχνεργων & τεχνέργων |
αιτιατική | το | τέχνεργο | τα | τέχνεργα |
κλητική | τέχνεργο | τέχνεργα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τέχνεργο < τέχνη + έργο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική artifact)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τέχνεργο ουδέτερο
- (αρχαιολογία) αντικείμενο κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, προϊόν του τεχνικού πολιτισμού του, που ταυτόχρονα αποτελεί αρχαιολογική μαρτυρία ή τμήμα της
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τεχνουργός, τέχνη και έργο