Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

artefact (en) (βρετανική γραφή)

  1. αντικείμενο κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, προϊόν του τεχνικού πολιτισμού του

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • artifact (αμερικανική γραφή)