τάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τάκος | οι | τάκοι |
γενική | του | τάκου | των | τάκων |
αιτιατική | τον | τάκο | τους | τάκους |
κλητική | τάκε | τάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τάκος < (άμεσο δάνειο) βενετική taco + -ς [1] (ιταλικά tacco ξύλινιο στήριγμα) < βενετική tacone / ιταλική taccone < άγνωστης ετυμολογίας παρ' όλο που «εμφανίζεται σε ρομανικές γλώσσες» [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈta.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάκος αρσενικό
- κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται για υποστήριξη
- για να είναι πιο στέρεο το κάρφωμα σε τοίχο
- κατασκευή με επικλινή πλευρά για την ακινητοποίηση μεγάλου αντικειμένου
- ↪ Βάζουμε τάκους στους τροχούς, για να μη φύγει το αυτοκίνητο.
- (στρατιωτικός όρος, προφορικό) η αναφορά
- ↪ βγάζω στον τάκο (βγάζω στην αναφορά)
- κομμάτι από ξερό ψωμί
- (μεταφορικά) η όμορφη γυναίκα
- (μεταφορικά, μειωτικό) ηλίθιος άνθρωπος
- (αργκό) μεγάλο κομμάτι χασίς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τακούνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομμάτι ξύλο για στήριγμα
|
στρατιωτική αναφορά
→ δείτε τη λέξη αναφορά |
όμορφη γυναίκα
→ δείτε τη λέξη καλλονή |
ξερό ψωμί
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τάκος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'τάκος'.
- καρτέλες «τάκος» - Ψηφιακό Αρχείο Γεωργακά - Κέντρο Ελληνικής λωσσας (κλικ πάνω στην εικόνα, για να μεταφθερθείτε με τόξα στην επόμενη καρτέλα)