τακάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τακάκι | τα | τακάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τακάκι | τα | τακάκια |
κλητική | τακάκι | τακάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τακάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατακάκι ουδέτερο
- τακάκι των φρένων· μικρό αναλώσιμο κομμάτι τριβής των φρένων
- αναλώσιμο υλικό τριβής των δισκόφρενων
- ο μικρός τάκος