σωματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική somatologie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική somatology[1] < αρχαία ελληνική σῶμα + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωματολογία θηλυκό
- (ανθρωπολογία) ανθρωπολογικός κλάδος που μελετά το ανθρώπινο σώμα από φυσιολογική και ανατομική άποψη, εξετάζει τη δομή, τη λειτουργία και τη μορφολογία του, τις αλληλεπιδράσεις των διαφόρων συστημάτων και οργάνων καθώς και τη φυσική ανάπτυξη, τις διαφορές στη σωματική διάπλαση και τις επιδράσεις του περιβάλλοντος στο σώμα
Συγγενικά
επεξεργασία- σωματολογικά
- σωματολογικός
- σωματολογικώς
- → δείτε τις λέξεις σώμα και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωματολογία
Πηγές
επεξεργασία- σωματολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σωματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σωματολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σωματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σωματολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας