σωματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματολογικός < σωματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασωματολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με την σωματολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωματολογικός
σωματολογικός, -ή, -ό