σωματολογικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωματολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σωματολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε σωματολογικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίασωματολογικώς
Πηγές
επεξεργασία- σωματολογικός (& σωματολογικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)