αλληλεπιδράσεις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
αλληλεπιδράσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ
- θα αλληλεπιδράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλεπιδρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
αλληλεπιδράσεις θηλυκό
- αλληλεπίδραση, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού