συφιλιδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συφιλιδικός < (καθαρεύουσα) [1] < (λόγιο δάνειο) γαλλική syphilitique με θέμα συφιλιδ- του συφιλίς/σύφιλις (καθαρεύουσα) + -ικός < νεολατινική syphiliticus [2][3] → και δείτε τη λέξη σύφιλη. Συγκρίνετε με το συφιλιτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.fi.li.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐φι‐λι‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασυφιλιδικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη σύφιλη, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) (ιατρική) αυτός που έχει σύφιλη
Συγγενικά
επεξεργασία- αντισυφιλιδικός
- → και δείτε τη λέξη σύφιλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία συφιλιδικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 969, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ συφιλιδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συφιλιδικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)