Ετυμολογία

επεξεργασία
syphilitique < syphilis

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
syphilitique syphilitiques

syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συφιλιδικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
syphilitique syphilitiques

syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός (ή αυτή) που πάσχει από σύφιλη