syphilitique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- syphilitique < syphilis
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
syphilitique | syphilitiques |
syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
syphilitique | syphilitiques |
syphilitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός (ή αυτή) που πάσχει από σύφιλη