συνοδευόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνοδευόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνοδευόμενος
Μετοχή επεξεργασία
συνοδευόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συνοδεύω
- ↪ Ο Τούρκος πρωθυπουργός προσήλθε συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του
- ↪ Το κόκκινο κρέας τρώγεται συνοδευόμενο από κόκκινο κρασί, ενώ το ψάρι συνήθως από λευκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- συνοδευμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
→ δείτε τις λέξεις συνοδεύομαι και συνοδεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνοδευόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
συνοδευόμενος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή ενεστώτα του συνοδεύομαι, μεσοπαθητική του ρήματος συνοδεύω