συνοδευόμενος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνοδευόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος συνοδεύομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
συνοδευόμενος, -η, -ο και λιγότερο λόγια, συνοδευμένος
- το πρόσωπο που συνοδεύεται αυτή τη στιγμή από κάποιον, που παρουσιάζεται με τη συνοδεία κάποιου/κάποιων ή κάτι που συνοδεύεται από κάτι άλλο
- Ο Τούρκος πρωθυπουργός προσήλθε συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του
- Αυτό το συνολάκι συνοδευόμενο από ένα σκαρπίνι, θα είναι θαυμάσιο!
- Συνοδευόμενη από την κατάλληλη μουσική υπόκρουση θα είναι ίσως καλύτερη ως συνολικό αποτέλεσμα, όμως έτσι όπως βλέπω τη σκηνή βουβή, τη βρίσκω πολύ άτονη
- αυτός που όταν καταναλώνεται συνοδεύεται εκείνη την ώρα συνήθως από κάτι που δεν αλλάζει
- Το κόκκινο κρέας τρώγεται συνοδευόμενο από κόκκινο κρασί, ενώ το ψάρι συνήθως από λευκό
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
- μόνος, σκέτος
- ασυνόδευτος
- → δείτε τη λέξη συνοδεύομαι και συνοδεύω
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | συνοδευόμενος | συνοδευόμενη/ συνοδευομένη |
συνοδευόμενο |
γενική | συνοδευόμενου/ συνοδευομένου |
συνοδευόμενης/ συνοδευομένης |
συνοδευόμενου/ συνοδευομένου |
αιτιατική | συνοδευόμενο | συνοδευόμενη/ συνοδευομένη |
συνοδευόμενο |
κλητική | συνοδευόμενε | συνοδευόμενη/ συνοδευομένη |
συνοδευόμενο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | συνοδευόμενοι | συνοδευόμενες | συνοδευόμενα |
γενική | συνοδευόμενων/ συνοδευομένων |
συνοδευόμενων/ συνοδευομένων |
συνοδευόμενων/ συνοδευομένων |
αιτιατική | συνοδευόμενους | συνοδευόμενες | συνοδευόμενα |
κλητική | συνοδευόμενοι | συνοδευόμενες | συνοδευόμενα |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνοδευόμενος