accompagné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accompagné | accompagnés |
θηλυκό | accompagnée | accompagnées |
Επίθετο
επεξεργασίαaccompagné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accompagné | accompagnés |
θηλυκό | accompagnée | accompagnées |
accompagné (fr)