συναντάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναντάω < συναντ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναντῶ, συνηρημένος τύπος του συναντάω < συν- + ἀντάω. Για τις σύγχρονες σημασίες σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική se rencontrer
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.nanˈda.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐ντά‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐αν‐τά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασυναντάω/συναντώ, πρτ.: συναντούσα, αόρ.: συνάντησα, παθ.φωνή: συναντιέμαι/συναντώμαι, π.αόρ.: συναντήθηκαζ, μτχ.π.π.: συναντημένος
- (για πρόσωπα)
- βρίσκω κάποιον ή κάτι τυχαία
- ⮡ Συνάντησα εχθές τον Χρήστο στον δρόμο· είχα να τον δω πολλά χρόνια.
- πηγαίνω και βρίσκω κάποιον ή κάτι σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο
- ⮡ Κανονίσαμε να συναντηθούμε για να πιούμε έναν καφέ και να τα πούμε.
- βρίσκω κάποιον ή κάτι τυχαία
- (για πράγματα, ή αφηρημένα ουσιαστικά)
- αντιμετωπίζω (δυσκολίες, έναν αντίπαλο)
- ⮡ Οι δύο ομάδες θα συναντηθούν στην τελική φάση των αγώνων.
- απαντώ, παρατηρώ ότι υπάρχει
- για συνύπαρξη συνθηκών ή καταστάσεων σε αλληλεπίδραση
- ⮡ Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται. (έκφραση)
- αντιμετωπίζω (δυσκολίες, έναν αντίπαλο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναντάω - συναντώ | συναντούσα | θα συναντάω - συναντώ | να συναντάω - συναντώ | συναντώντας | |
β' ενικ. | συναντάς | συναντούσες | θα συναντάς | να συναντάς | ||
γ' ενικ. | συναντάει - συναντά | συναντούσε | θα συναντάει - συναντά | να συναντάει - συναντά | ||
α' πληθ. | συναντάμε - συναντούμε | συναντούσαμε | θα συναντάμε - συναντούμε | να συναντάμε - συναντούμε | ||
β' πληθ. | συναντάτε | συναντούσατε | θα συναντάτε | να συναντάτε | συναντάτε | |
γ' πληθ. | συναντάν(ε) - συναντούν(ε) | συναντούσαν(ε) | θα συναντάν(ε) - συναντούν(ε) | να συναντάν(ε) - συναντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνάντησα | θα συναντήσω | να συναντήσω | συναντήσει | ||
β' ενικ. | συνάντησες | θα συναντήσεις | να συναντήσεις | συνάντα - συνάντησε | ||
γ' ενικ. | συνάντησε | θα συναντήσει | να συναντήσει | |||
α' πληθ. | συναντήσαμε | θα συναντήσουμε | να συναντήσουμε | |||
β' πληθ. | συναντήσατε | θα συναντήσετε | να συναντήσετε | συναντήστε | ||
γ' πληθ. | συνάντησαν συναντήσαν(ε) |
θα συναντήσουν(ε) | να συναντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναντήσει | είχα συναντήσει | θα έχω συναντήσει | να έχω συναντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναντήσει | είχες συναντήσει | θα έχεις συναντήσει | να έχεις συναντήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναντήσει | είχε συναντήσει | θα έχει συναντήσει | να έχει συναντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναντήσει | είχαμε συναντήσει | θα έχουμε συναντήσει | να έχουμε συναντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναντήσει | είχατε συναντήσει | θα έχετε συναντήσει | να έχετε συναντήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναντήσει | είχαν συναντήσει | θα έχουν συναντήσει | να έχουν συναντήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναντιέμαι | συναντιόμουν(α) | θα συναντιέμαι | να συναντιέμαι | ||
β' ενικ. | συναντιέσαι | συναντιόσουν(α) | θα συναντιέσαι | να συναντιέσαι | ||
γ' ενικ. | συναντιέται | συναντιόταν(ε) | θα συναντιέται | να συναντιέται | ||
α' πληθ. | συναντιόμαστε | συναντιόμαστε συναντιόμασταν |
θα συναντιόμαστε | να συναντιόμαστε | ||
β' πληθ. | συναντιέστε | συναντιόσαστε συναντιόσασταν |
θα συναντιέστε | να συναντιέστε | συναντιέστε | |
γ' πληθ. | συναντιούνται | συναντιόνταν(ε) συναντιούνταν συναντιόντουσαν |
θα συναντιούνται | να συναντιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναντήθηκα | θα συναντηθώ | να συναντηθώ | συναντηθεί | ||
β' ενικ. | συναντήθηκες | θα συναντηθείς | να συναντηθείς | συναντήσου | ||
γ' ενικ. | συναντήθηκε | θα συναντηθεί | να συναντηθεί | |||
α' πληθ. | συναντηθήκαμε | θα συναντηθούμε | να συναντηθούμε | |||
β' πληθ. | συναντηθήκατε | θα συναντηθείτε | να συναντηθείτε | συναντηθείτε | ||
γ' πληθ. | συναντήθηκαν συναντηθήκαν(ε) |
θα συναντηθούν(ε) | να συναντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναντηθεί | είχα συναντηθεί | θα έχω συναντηθεί | να έχω συναντηθεί | συναντημένος | |
β' ενικ. | έχεις συναντηθεί | είχες συναντηθεί | θα έχεις συναντηθεί | να έχεις συναντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναντηθεί | είχε συναντηθεί | θα έχει συναντηθεί | να έχει συναντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναντηθεί | είχαμε συναντηθεί | θα έχουμε συναντηθεί | να έχουμε συναντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναντηθεί | είχατε συναντηθεί | θα έχετε συναντηθεί | να έχετε συναντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναντηθεί | είχαν συναντηθεί | θα έχουν συναντηθεί | να έχουν συναντηθεί |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναντώμαι | συναντόμουν | θα συναντώμαι | να συναντώμαι | ||
β' ενικ. | συναντάσαι | συναντόσουν | θα συναντάσαι | να συναντάσαι | ||
γ' ενικ. | συναντάται | συναντόταν | θα συναντάται | να συναντάται | ||
α' πληθ. | συναντώμεθα - συναντόμαστε | συναντόμασταν | θα συναντώμεθα - συναντόμαστε | να συναντώμεθα - συναντόμαστε | ||
β' πληθ. | συναντάσθε - συναντάστε | συναντόσασταν | θα συναντάσθε - συναντάστε | να συναντάσθε - συναντάστε | συναντάσθε - συναντάστε | |
γ' πληθ. | συναντώνται | συναντόνταν - συναντόντουσαν | θα συναντώνται | να συναντώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναντήθηκα | θα συναντηθώ | να συναντηθώ | συναντηθεί | ||
β' ενικ. | συναντήθηκες | θα συναντηθείς | να συναντηθείς | συναντήσου | ||
γ' ενικ. | συναντήθηκε | θα συναντηθεί | να συναντηθεί | |||
α' πληθ. | συναντηθήκαμε | θα συναντηθούμε | να συναντηθούμε | |||
β' πληθ. | συναντηθήκατε | θα συναντηθείτε | να συναντηθείτε | συναντηθείτε | ||
γ' πληθ. | συναντήθηκαν συναντηθήκαν(ε) |
θα συναντηθούν(ε) | να συναντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναντηθεί | είχα συναντηθεί | θα έχω συναντηθεί | να έχω συναντηθεί | συναντημένος | |
β' ενικ. | έχεις συναντηθεί | είχες συναντηθεί | θα έχεις συναντηθεί | να έχεις συναντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναντηθεί | είχε συναντηθεί | θα έχει συναντηθεί | να έχει συναντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναντηθεί | είχαμε συναντηθεί | θα έχουμε συναντηθεί | να έχουμε συναντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναντηθεί | είχατε συναντηθεί | θα έχετε συναντηθεί | να έχετε συναντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναντηθεί | είχαν συναντηθεί | θα έχουν συναντηθεί | να έχουν συναντηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναντάω
Πηγές
επεξεργασία- συναντώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναντώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυναντάω
- συναντώ (για δύο ανθρώπους)
- συναθροίζομαι (για περισσότερους ανθρώπους)
- (+δοτική) συναπαντώ κάποιον, έρχομαι σε επαφή
- για κάτι που συμβαίνει τυχαία
Συνώνυμα
επεξεργασία- ἀντάω
- συναντιάζω
- συναντιάζω (ελληνιστική κοινή)
- συνάντομαι (και με εχθρική διάθεση)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις σύν και ἀντάω
Πηγές
επεξεργασία- συναντάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συναντάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.