Ετυμολογία

επεξεργασία
συναντάω < συναντ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναντῶ, συνηρημένος τύπος του συναντάω < συν- + ἀντάω. Για τις σύγχρονες σημασίες σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική se rencontrer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.nanˈda.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐να‐ντά‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐αν‐τά‐ω

συναντάω/συναντώ, πρτ.: συναντούσα, αόρ.: συνάντησα, παθ.φωνή: συναντιέμαι/συναντώμαι, π.αόρ.: συναντήθηκαζ, μτχ.π.π.: συναντημένος

  1. (για πρόσωπα)
    1. βρίσκω κάποιον ή κάτι τυχαία
      ⮡  Συνάντησα εχθές τον Χρήστο στον δρόμο· είχα να τον δω πολλά χρόνια.
    2. πηγαίνω και βρίσκω κάποιον ή κάτι σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο
      ⮡  Κανονίσαμε να συναντηθούμε για να πιούμε έναν καφέ και να τα πούμε.
     συνώνυμα: συναπαντώ, απαντώ, ανταμώνω
  2. (για πράγματα, ή αφηρημένα ουσιαστικά)
    1. αντιμετωπίζω (δυσκολίες, έναν αντίπαλο)
      ⮡  Οι δύο ομάδες θα συναντηθούν στην τελική φάση των αγώνων.
    2. απαντώ, παρατηρώ ότι υπάρχει
      ⮡  Το φυτό αυτό, το συναντάμε μόνο σε τροπικά κλίματα.
       συνώνυμα: απαντώ, βρίσω
    3. για συνύπαρξη συνθηκών ή καταστάσεων σε αλληλεπίδραση
      ⮡  Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται. (έκφραση)

Συγγενικά

επεξεργασία

συναντιέμαι:

συναντώμαι:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναντάω < συν- + ἀντάω

συναντάω

  1. συναντώ (για δύο ανθρώπους)
  2. συναθροίζομαι (για περισσότερους ανθρώπους)
  3. (+δοτική) συναπαντώ κάποιον, έρχομαι σε επαφή
     συνώνυμα: ἀντάω
  4. για κάτι που συμβαίνει τυχαία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύν και ἀντάω