↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναντημένος η συναντημένη το συναντημένο
      γενική του συναντημένου της συναντημένης του συναντημένου
    αιτιατική τον συναντημένο τη συναντημένη το συναντημένο
     κλητική συναντημένε συναντημένη συναντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναντημένοι οι συναντημένες τα συναντημένα
      γενική των συναντημένων των συναντημένων των συναντημένων
    αιτιατική τους συναντημένους τις συναντημένες τα συναντημένα
     κλητική συναντημένοι συναντημένες συναντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συναντημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία