συμφοιτητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφοιτητής < αρχαία ελληνική συμφοιτητής < συμφοιτάω / συμφοιτέω / συμφοιτῶ, φοιτη- + -τής < συμ- φοιτάω / φοιτέω / φοιτῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική condisciple) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /simfitiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐φοι‐τη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμφοιτητής αρσενικό (θηλυκό συμφοιτήτρια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμφοιτητής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμφοιτητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συμφοιτητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμφοιτητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.