συμφοιτάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφοιτάω < (συν-) συμ- + φοιτάω
Ρήμα
επεξεργασίασυμφοιτάω
- συχνάζω σε κάποιο μέρος μαζί με κάποιους άλλους
- είμαι συμμαθητής, πάω στο ίδιο σχολείο
- πάω συχνά σε κάποιο προσκύνημα μαζί με κάποιους άλλους
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- συμφοιτάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμφοιτάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.