Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφοιτάω < (συν-) συμ- + φοιτάω

συμφοιτάω

  1. συχνάζω σε κάποιο μέρος μαζί με κάποιους άλλους
  2. είμαι συμμαθητής, πάω στο ίδιο σχολείο
  3. πάω συχνά σε κάποιο προσκύνημα μαζί με κάποιους άλλους