συμφοιτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συμφοιτώ
- φοιτώ μαζί με κάποιον άλλο στην ίδια (πανεπιστημιακή) σχολή, είμαι συμφοιτητής
Συγγενικά επεξεργασία
- συμφοίτηση
- συμφοιτητής
- συμφοιτήτρια
- → δείτε τις λέξεις συν και φοιτώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμφοιτώ
|