Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμφοιτήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
συμφοιτήτρι
α
οι
συμφοιτήτρι
ες
γενική
της
συμφοιτήτρι
ας
των
συμφοιτητρι
ών
αιτιατική
τη
συμφοιτήτρι
α
τις
συμφοιτήτρι
ες
κλητική
συμφοιτήτρι
α
συμφοιτήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμφοιτήτρια
<
συμφοιτητής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συμφοιτήτρια
θηλυκό
θηλυκό
του
συμφοιτητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμφοιτήτρια
γαλλικά
:
condisciple
(fr)
γερμανικά
:
Mitstudentin
(de)